Πέρα στα βάθη των καιρών όπου γεννιούντ΄ οι θρύλοι
κι οι αγάπες ταξιδεύουνε με κάτασπρα πανιά
ζούσε μια κόρη, άνθιζε, σαν χάραμα τ΄ Απρίλη,
σαν ηλιαχτίδα βάδιζε, σαν άστρο του βοριά.
Ένα φτωχό ναυτόπουλο σκιρτίζει την καρδιά της
μια μέρα που ανταμώσανε στου κάμπου τη γιορτή
μ΄ απ΄ την αυγή ξεγλύστρισε απρόσκλητος ο μπάτης
και πρόσταξε σαλπάρισμα στο πρώτο τους φιλί.
Καθώς της Μοίρας ο σκοπός αγέρωχος αλλάζει
κι όπως κανένα δε ρωτά σ΄ ολάκερη τη Γη
τους πειρατές οδήγησε στης κόρης το περβάζι
κάποια βραδιά την κούρσεψαν, την πήρανε μαζί.
Σα σκλάβα την επούλησαν, χρυσάφι το κορμί της,
κι έτσι μονάχη απόμεινε, μία γυμνή ψυχή
που καρτερά την θάλασσα στ΄ αγνάντι απ΄ το κελί της
να φέρει το ναυτόπουλο, όμως αυτή αργεί.
Αχ, να γινόμουν βότσαλο να με φιλά το κύμα,
θαλασσοπούλι, να πετώ σε μακρινές στεριές,
πανί που καλοτάξιδα θα φτερουγίζω πρίμα,
ν΄ αδράξω απ΄την αγάπη μου μονάκριβες στιγμές.
Πάνω στο κάστρο που γερνά και χορταριάζει η πέτρα
οπού με άλλη χώριζε μία λεπτή σχισμή
αργά κι η κόρη πέτρωσε, μα εσύ διαβάτη μέτρα
εκείνα τ΄ αγριολούλουδα που φύτρωσαν εκεί.
Πρέπει να είστε μέλος του amilla.gr για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του amilla.gr