ΕΠΤΑ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
1. «Κι αν διυλίζει κώνωπα, κάμηλον καταπίνει».
Τους έμμισθους, φθονερούς και κακόβουλους φιλολόγους «μας» μου θυμίζει η παροιμία αυτή. (Κυρίως εκείνους των Νεοελληνικών Τμημάτων). Κι ακόμη τους κριτικούς. Τα λογοτεχνικά περιοδικά. Τις καλλιτεχνικές τηλεοπτικές εκπομπές. (Κυρίως αυτές για το βιβλίο). Διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Οι άτιμοι. Μια ζωή. Αλλά, μην στεκόμαστ’ εδώ. Να παίξουμε λίγο. Τα φάρμακά σου φέρε τέχνη της ποιήσεως: «Κι αν διυλίζει κώνωπα, κάμηλον καταπίνει» / στον άγγελό του μια σταλιά νερό ποτέ δεν δίνει».
2. «Σα δεν θέλει να ζυμώσει, όλη μέρα κοσκινίζει». Κι αυτή, τους φιλολόγους «μας» μου θυμίζει. Μα και το Υπουργείο Παιδείας. Κυρίως αυτό, που είναι και Θρησκευμάτων. Κακό ψόφο να ’χει.
3. «Δουλειά δεν είχε ο διάολος, γαμούσε τα παιδιά του». Αυτή η παροιμία μου θυμίζει γενικώς το εκπαιδευτικό «μας» σύστημα. Τους καθηγητές «μας» και τους δασκάλους «μας». Τους βολεμένους στο δημόσιο και στα φροντιστήρια. Μου θυμίζει ακόμη τους γονείς. Που συμμετέχουν κι αυτοί με καμάρι στον (επί πληρωμή) βιασμό των παιδιών τους. Όχι, δεν είναι μόνο οι καθολικοί ιερείς και καρδινάλιοι που γαμούν, βιάζουν παιδιά. Είναι και οι Έλληνες δάσκαλοι, καθηγητές, γονείς… Γαμώ το καντήλι τους.
Α, ναι. Και η παραλλαγή της παραπάνω παροιμίας;
«Δουλειά δεν είχε ο διάολος, ψείριζε το μουνί του». Κακό ψόφο να ’χει. (Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων). Που θέλει να φορτώσει στους μαθητές πολλές ξένες γλώσσες. Υπηρετώντας, εις βάρος των παιδιών, τ’ αφεντικά του, τους αποικιοκράτες. (Ποια ξένη γλώσσα ήξερε ο Ηράκλειτος; ποια ξένη γλώσσα ήξερε ο Λόρκα;). Ενώ τα παιδιά χρειάζονται άριστα ελληνικά. Για να επικοινωνούν με τον εαυτό τους και με το σύμπαν. Κι ακόμη χρειάζονται πολύ καλά αγγλικά. (Όπως μας υποχρεώνει η πραγματικότητα της εποχής μας). Για να επικοινωνούν με τους άλλους λαούς.
4. «Ο ξένος και ο ποταμός τον τόπο τους γυρεύουν». Όχι μόνο ο ξένος ξενιτεμένος. Αλλά και ο ξένος που «το έπαιξε δικός σου» για όσο τον βόλευε, μα όντας κατά βάθος ξένος, πήγεν εντέλει στον τόπο του, στους δικούς του.
Και, όχι μόνο ο κακοποιημένος ποταμός.
(Χάθηκαν πανέμορφα χωριά, οικισμοί πανάρχαιοι, κλιμακωτοί κήποι, γέφυρες, αλώνια, σπήλαια, πηγές, μύλοι, παραμυθένιοι, θρυλικοί τόποι, στην πλούσια κοιλάδα του Αχελώου. Μα δεν έγινε καμιά επανάσταση, δεν έπεσε καν μία πιστολιά. Από ποιόν να πέσει; Όσοι (ω)φελούσαν σ’ αυτό τον τόπο ήσαν εξόριστοι στην Ανατολική Ευρώπη ή φυλακισμένοι, παράνομοι ή στα καράβια που πήγαιναν Αμερική κι Αυστραλία, στα τραίνα που πήγαιναν Γερμανία). Όχι μόνο ο ποταμός, μα και η γλώσσα, λέω εγώ, τον τόπο της γυρεύει. Κι επειδή τον τόπο της γυρεύει, από μόνη της θα σωθεί, από τη δύναμη της ροής της θα σωθεί. Θ’ αναγκάσει το στόμα να τη λέει σωστά. Γιατί το «σωστό» στη γλώσσα είναι φυσικός νόμος. Θα ξαναπάει στην κοίτη της η γλώσσα. Η ίδια δεν θ’ αντέξει να λένε το επικεφαλής επικεφαλή, το ελέχθη λέχτηκε· να αποφεύγουν τα -έως της γενικής με τόση προσπάθεια κι εμπάθεια· να κάνουν το Πλάτων Πλάτωνας, το Αγαμέμνων Αγαμέμνωνας, χωρίς κανένα λόγο, είτε, με μόνους λόγους, την κακαισθησία τους και τον φθόνο τους.
Κι αν θες φιλό-σοφε να μιλήσεις με σοφία για το τίποτα, πρέπει πρώτα να το κάνεις τίποτε. Πόσες φορές θα σου το πω; «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις»: Τι-ποτέ. Γιατί δεν λες ουδέποτα, μηδέποτα, οπωσδήποτα, οτιδήποτα. Λες ουδέποτε, μηδέποτε, οπωσδήποτε, οτιδήποτε. Λες τι και ποτέ, δεν λες τι και ποτά.
5. Τ’ άσπρο σκυλί κάνει ζημιά στου μπαμπακιού την αγορά. Αν το άσπρο σκυλί κάνει ζημιά, φαντάσου τη ζημιά που κάνει ο άγγελος. Εγώ βεβαίως δεν ξέρω αν είμαι κάτι από τα δυο. Ξέρω μονάχα ότι μ’ έχουν διώξει. Από του μπαμπακιού την αγορά, από σπίτια, από σχολεία, βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, κανάλια… Όλη η γη γεμάτη περιφραγμένα οικόπεδα. Μου έχει μείνει μόνο ο μέσα μου κι ο έξω ουρανός.
6. Για το χατίρι του αητού... Μα δεν το ξέρετε ούτε αυτό; Ήταν κρυμμένος ο λαγός στην τούφα γιατί έφερνε γύρες από πάνω του ο αητός. Και βρήκε την ευκαιρία η χελώνα και προσπαθούσε να γαμήσει το λαγό. Και της είπε τότε ο λαγός:
Για το χατίρι του αητού, γάμα κι εσύ χελώνα.
Την είπα σε φίλο μου Κύπριο αυτή την παροιμία και μου είπε: «Σκοπιανούς μου θυμίζει αυτή. Σκόπια και Τούρκους στρατοκράτες μου θυμίζει. Αυτοί, αυτοί είναι η χελώνα… κι εμείς, εμείς είμαστε ο λαγός».
7. Κι απ’ τα εφτά χωριά τον διώχνουνε, αυτόν που λέει την αλήθεια. Εφτά πέπλα φορά η Ιστάρ. Σε κάθε πάτωμα που κατεβαίνει, απαλλάσσεται κι από ένα πέπλο. Ώστε στο τελευταίο πάτωμα να είναι γυμνή. Μα δεν μπορείς να κάνεις έρωτα μαζί της. Το τελευταίο πάτωμα, είναι το πάτωμα του Θανάτου. Ο οποίος, είναι, ολίγον τι ευσπλαχνικός, μα και χαιρέκακος… Με καθρέφτες στέλνει το σώμα τής Ιστάρ στον επάνω κόσμο. Με τα είδωλά της πλαγιάζουμε. Κι επειδή ένα είδωλο δεν μπορεί ν’ αδειάσει από μέσα μας του πόθου το αλάτι που μας κεντρίζει διαρκώς, τρέχουμε από είδωλο σε είδωλο… Και μας λένε γυναιμανείς, μουνομανείς και διάφορα τέτοια…οι ανέραστοι…τα μουλάρια…Δεν ξέρουν ότι μας την έφερε ο Θάνατος. Κι ούτε τα είδωλα ξέρουν πως είναι είδωλα. Νομίζουν ότι είναι γυναίκες που τις απατούμε…
Α, ναι, η αλήθεια. «Και τι είναι η αλήθεια;», ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησού. «Άντε τώρα να εξηγήσεις σ’ έναν Πόντιο τι είναι η αλήθεια», σκέφτηκε ο Ιησούς. Και σώπασε.
Γιάννης Υφαντής
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ («Κοντέινερ»), Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010