Ακούω γέλια των παιδιών απ' τις αλάνες,
σπάζουν τις ώρες σε χιλιάδες κομματάκια,
βλέπω τις φλόγες να φουντώνουν μες τα τζάκια
και ονειρεύομαι της νιότης μου κοπάνες.
Ακούω θορύβους μηχανών που δραπετεύουν
απ' τη σιγή που τον αέρα δυναστεύει,
βλέπω τον έρωτα στις νύχτες να πιστεύει
και ονειρεύομαι βραδιές που ξενιτεύουν.
Ακούω τον ήχο απ' τους χτύπους των κυμάτων,
δροσιά κι αλμύρα την ψυχή μου πλημμυρίζουν,
βλέπω τα χρόνια σαν κορίτσια να γυρίζουν
και ονειρεύομαι τις νύχτες αισθημάτων.
Ακούω κιθάρες να μεθούν στη μουσική μου,
σαν τους προφήτες να μιλούν με μελωδίες,
βλέπω μυστήρια να γυρνούν σε τραγωδίες
και ονειρεύομαι να 'βγω απ' τη φυλακή μου.
Ακούω να 'ρχεται στου δρόμου την αντάρα,
το γκρίζο άλογο του χρόνου που γερνάει,
βλέπω πατρίδα μαύρες ώρες να περνάει
και ονειρεύομαι το τέλος στην κατάρα.
Ακούω τώρα μια βουή μέσα στα πλήθη
μες τους καπνούς που τις ανάσες ξεπουλάνε,
βλέπω σε απόγνωση ανθρώπους να ξεσπάνε
και ονειρεύομαι να φύγει πια η λήθη.
Ακούω λόγια, σαν κραυγές τώρα μου μοιάζουν,
πύρινες φλόγες απ' τη μέση της πλατείας,
βλέπω το τέλος των ταγών της αλητείας
και ονειρεύομαι τα πάντα να αλλάζουν.
Ετικέτες;
-
▶ Απάντηση σε αυτό