Ό,τι κερδίζω μου το κλέβουν απ’ τα χέρια
Όπου κοιτάξω η κακία τους φωλιάζει
Όπου γυρίζω είναι των σκληρών λημέρια
σε μια πόλη σκοτεινή που με τρομάζει
Κι αν τώρα βρίσκομαι εδώ κάποιος με στέλνει
μήπως ανθρώπους ξεχασμένους συναντήσω
μέσα στων ξένων το παράξενο τ’ ασκέρι
σ’ αυτήν τη φάρα που μου είπαν να τσακίσω
Μέχρι το κόκαλο με πέρασε η ελπίδα
όταν τα μάτια σου με κοίταξαν στο φως μου
Μόνο εγώ μέσα στο φως αυτό σε είδα
κι έτσι κατάλαβα ότι είσαι ο άνθρωπός μου
Στον πυρετό αυτής της πόλης των νεκρών
θα περπατάμε κι όπου ο δρόμος μας μας βγάλει
Θα ειμ’ εδώ πάντα για σένα εγώ παρών
να σου θυμίζω ψηλά να ‘χεις το κεφάλι
Κι όσο μαζί θα περπατάμε στα στενά
και τους τρελούς θα συναντάμε στις γωνίες
θα λέω κράτα μου το χέρι πιο σφιχτά
και θα σκοτώνω όποιες έχεις αγωνίες
Κι όσο θα θέλουνε μαζί τους να βουλιάξουμε
τόσο εμείς προς την αλήθεια προχωράμε
Κι όσο μας θέλουνε στη γη τους να σαπίζουμε
εμείς φτερά στους ώμους πάντα θα φοράμε.
Κλείσε τα μάτια άγγελέ μου και περπάτα
κι ας σε χλευάζουνε οι δαίμονες στη γη τους
Είμαι εδώ για σένα τώρα και για πάντα
και θα φωνάζω να σκεπάζω τη φωνή τους
Θα περπατάω εγώ μπροστά κι ας με χτυπάνε
Έτσι κι αλλιώς μ’ έκανες άτρωτη εσύ
Ξέρω το πόσο αυτά τα όνειρα πονάνε
μα περιμένουν να τους δώσουμε ζωή.