ΣΕ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΑΥΤΙΑ ΓΑΪΔΑΡΟΥ
Πόσοι αντιλαμβάνονται ότι η πιο αρχέγονη σχέση των κυττάρων μας, είναι αυτή τους η σχέση με τους ήχους; Πόσοι αντιλαμβάνονται ότι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να χορέψουμε, δεν είναι μια δική μας απόφαση, αλλά τα ίδια μας τα κύτταρα, τα ίδια μας τα μέλη, που σαν κλωνάρια δέντρου δεν μπορούν ν’ αντισταθούν σ’ αυτό τον αρχέγονο άνεμο; Κι ενώ στο άκουσμα της αληθινής μουσικής και του αληθινού λόγου, τα κύτταρά μας με μαθηματική ακρίβεια συντονίζονται προς αρμονικές ανακατατάξεις, που μας γεμίζουν συγκίνηση, ενθουσιασμό κι ευφροσύνη, αντίθετα, αυτός ο εμετός της δήθεν μουσικής, της δήθεν φωνής, του δήθεν στίχου, αποσυντονίζει τα κύτταρά μας, παραλύει τα μέλη μας, μας αρρωσταίνει με κάτι πιο διαλυτικό κι από αυτή τη ναυτία βαρύτατης μορφής. (Το ίδιο ακριβώς υφίστανται τα ζώα, ακόμη και τα φυτά. Όλα τα όντα που δεν έχουν χάσει την πρωταρχική τους φύση)...
Έχει ξεχαστεί το νόημα του μύθου που μας μιλά για τον Απόλλωνα, τον Μαρσύα και τον Μίδα. Γι’ αυτό και μοιάζει να είναι ο σκληρότερος μύθος της Ελληνικής Μυθολογίας. Μοιάζει, επειδή οι άνθρωποι θέλουν ν’ αγνοούν ότι «η υπερβολή φέρνει υπερβολή». Μοιάζει, επειδή, όσοι έχουν αυτιά γαϊδάρου, αδυνατούν να υποψιαστούν το μαρτύριο που προκαλεί η κακοτεχνία. Κι ο μύθος αυτό ακριβώς θέλει να μας αποκαλύψει: Πόσο φονικό πράγμα είναι η κακοτεχνία για κείνον που έχει ευ-αίσθητα προσληπτικά όργανα, για κείνον που η καλλιτεχνία είναι ανάσα ζωής, λύτρωση κι ευφροσύνη. Ο Μαρσύας λοιπόν, εγδάρη ζωντανός (γυμνώθηκε βιαίως από την ματαιόδοξη αυταπάτη του -δεν θα μιλήσω για ύβρη-), επειδή επέμενε να αντιπαραβάλλει την βλαπτική κακοτεχνία του με την ιαματική τέχνη του Απόλλωνα. (Ας μην ξεχνούμε ότι ο Απόλλων, εκτός από μουσικός και ποιητής, είναι όχι τυχαία, ο πατέρας του Ασκληπιού, του θεού της ιατρικής!). Κι όσο για τον Μίδα, που πήγε με το μέρος του Μαρσύα, αυτός απόχτησε αυτιά γαϊδάρου. Γιατί εντέλει, φτάνουμε κάποτε να γινόμαστε εξωτερικά το τοτέμ που μέσα μας έχουμε.
Και βέβαια πριν απ’ όλα η σιωπή. Ολόκληρη αιωνιότητα και ποτέ δεν με κούρασε η σιωπή, ποτέ δεν μ’ ενόχλησε. Αντιθέτως, υπήρξεν η υπέρτατη ακουστική ευφροσύνη μου.
Και ύστερα οι φυσικοί ήχοι. Ο ήχος του ανέμου, των νερών, ο ήχος όλων των όντων. Οι φωνές των πουλιών. Οι φωνές όλων των ζώων. Και των ανθρώπων. Κυρίως εκείνων των ανθρώπων που τους δόθηκε η χάρη να χρησιμοποιούν την φωνή τους, στο πρωταρχικό, λειτουργικό, ιαματικό της επίπεδο. (Χρόνης Αηδονίδης, Σουμποτίνοβα, Ναργκίς, Μαρία Κάρτα, Φεϊρούζ, Στυλιανός Μπέλος, Πανούτσος, νεράιδες των νησιών και της ενδοχώρας, της Σμύρνης και της Πόλης, παλιότερες και σύγχρονες. Ντέμης Ρούσος, Ενρίκο Μασίας, δωρικός Μπιθικώτσης, αρχαγγελικός Ξυλούρης, Ψαραντώνης ο δίος…).
Με μουσικά όργανα (έξοχα γλυπτά, σαν τους ήχους τους). Η γκάιντα (του Διόνυσου), η σιτάρ (του Ραβί Σανγκάρ), η φλογέρα, ο αυλός, το νέι, το φλάουτο, η λύρα (του Ορφέα, του Κρητικού, του Κύπριου, του Πόντιου), το τύμπανο (της Γης), το ντέφι (της Σελήνης), τα κύμβαλα (της Κυβέλης), η ράβδος (του ραβδωδού), η άρπα, το κανονάκι, η τσαμπούνα (του Θεόκριτου), το κλαρίνο (του Σαλέα), η κιθάρα (του Κάρλος Σαντάνα), το βιολί (του Γιεχούντι Μενουχίν).
Συζήτηση Σανγκάρ και Μενουχίν, με σιτάρ και βιολί, έχετε ακούσει; Όχι; Μα είναι δυνατόν;
Και βεβαίως, οι έξοχες μουσικές της Θράκης, της Κρήτης, της Κύπρου, των νησιών, της Ηπείρου. Μουσικές των Βαλκάνιων και των Σλάβων, όλης της Μεσογείου, των Γότθων, της Κίνας, της Περσίας, των Σύρων, των Φοινίκων, των Αφρικανών…Κι αυτές οι μουσικές της Ινδίας, εκφράζοντας απόλυτα την ίδια στιγμή και μέσα στον ίδιο σκοπό, την ύψιστη γλυκύτητα και την βαθύτερη πίκρα, όλη τη χαρά κι όλο τον πόνο που μπόρεσε ν’ αντέξει η ανθρώπινη ύπαρξη, από την άναρχη αρχή του κόσμου μέχρι σήμερα.
Μουσικές του Μπετόβεν, του Μπαχ, του Κάρλ Ορφ, του Στραβίνσκι, του Μπραντουάρντι, του Θεοδωράκη, του Βαγγέλη Παπαθανασίου, του Ζαβαρακατρανέμια και των άλλων έξοχων τραγουδοποιών μας…
Μουσικές των εθνών, των ηπείρων. Και μουσικές με ρίζες πλανητικές, προπλανητικές, ηλιακές, γαλαξιακές… Σαν κάποιες από αυτές του Σαντάνα (Abraxas), των Τάντζεριν ντριμ (Poland), των Χου (Teenage wasteland), των Πινκ Φλόυντ (Set the Controls for the Heart of the Sun), των Ντορς (The End).
Και τέλος ο θόρυβος των μηχανών. Θόρυβος, ναι. Μα όταν είναι παροδικός, όταν δεν υπερβαίνει σε ντεσιμπέλ την αντοχή των τυμπάνων μας, είναι ανεχτός. Χίλιες φορές πιο ανεχτός από τον οχετό της φονικής ανθρώπινης κακοτεχνίας.
Γιάννης Υφαντής.
Επισκευθείτε την σελίδα του Γιάννη Υφαντή http://www.yfantis.gr/