Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που σκίζει
αυτού του άπονου καιρού μου τη μουντάδα,
σαν μια ιέρεια, μια πυθία με ποτίζει
με μια αλλιώτικη, ατέλειωτη ζαλάδα.
Σαν των βιβλίων τις κρυμμένες ιστορίες,
χάρτινοι μύθοι ζωντανεύουν μες τα μάτια,
μικροί μεγάλοι με τις ίδιες απορίες,
ζωής σελίδες τυπωμένες σε κομμάτια.
Σαν καταχείμωνο που τρέφεται με χιόνι,
λευκό πανί σαν μια πανάκριβη συγνώμη,
σαν μαύρη σκέψη που το νου μου κηλιδώνει,
ψυχή ανήσυχη που ψάχνεται ακόμη.
Σαν νιότη-θάλασσα που πνίγεται στο χρόνο,
καράβια χάρτινα μικρά σαν παραμύθι,
άλλη μια νύχτα που με σέρνει τώρα μόνο,
σαν μαύρο δάκρυ που στα πόδια μου εχύθη.
Σαν μια παράσταση που πνίγηκε στο κλάμα,
σαν ιστορία μιας αγάπης που τελειώνει,
ζωές στημένες σε αδιάκοπη ρεκλάμα,
σαν το κρασί που το σκορπάς και δεν παλιώνει.
Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που δένει
την τρικυμία ταραγμένων νοημάτων,
μήτρα του κόσμου με γεννά και με πεθαίνει
σ' ένα ταξίδι των αιώνιων αισθημάτων.
Σαν του ονείρου την απρόσιτη ερμηνεία,
σαν μαύρους στίχους ζαλισμένους με ουίσκι,
βροχή που πέφτει μες το δρόμο με μανία,
σαν ένα βέλος που τον στόχο πάντα βρίσκει.
Σαν νοτισμένο καραβόσκοινο που σκίζει,
αυτού του άπονου καιρού μου το σκοτάδι,
αυτού του μύθου η αλήθεια με στηρίζει
αυτό το ψέμα με στοιχειώνει κάθε βράδυ.
Σαν τον αέρα που φυσάει και σφυρίζει,
μικρό μαχαίρι που το δέρμα μου χαράζει,
μέσα στο αίμα τη ζωή μου καθρεφτίζει,
δεν είναι ψέμα, είναι αλήθεια και τρομάζει.