Αναδημοσίευση άρθρου του Γεώργιου Κραβαριώτη.
Αυτό το άρθρο είναι η καταγραφή κάποιων απόψεών μου για την ελληνική μουσική τα τελευταία χρόνια και μια απόπειρα διερεύνησης των λόγων της παρακμής της.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΙ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ; ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ; ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΠΟΙΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΗΣ.
Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για το θέμα της ποιότητας ή μη, της καλλιτεχνικής παραγωγής. Το θέμα αυτό δεν απασχολεί μόνο κάποιους διανοούμενους, καλλιτέχνες και κριτικούς τέχνης αλλά όλο τον κόσμο. Συχνές είναι συζητήσεις στις παρέες, στα media και στο Ίντερνετ για την αξία και την ποιότητα κάποιου τραγουδιστή, συνθέτη ή στιχουργού.
Παράλληλα η ίδια η συζήτηση οδηγεί αναπόφευκτα στο ζήτημα του τι είναι αυτό που προσδίδει αξία και ποιότητα στην τέχνη, δηλαδή με οδηγό ποια κριτήρια μπορούμε να κρίνουμε και να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την ποιότητα κάποιου τραγουδιού για παράδειγμα.
Τα κριτήρια αυτά δεν είναι σαφή -ειδικά στην μουσική- και οι θεωρίες αισθητικής μπορεί να βοηθούν να κρίνουμε έργα του παρελθόντος, αλλά όχι και του παρόντος. Το αν υπάρχουν παρόλα αυτά κριτήρια για να κρίνουμε την τέχνη, θα προσπαθήσουμε να το διερευνήσουμε παρακάτω, ξεκινώντας όμως λίγο ανάποδα. Δηλαδή θα μιλήσουμε πρώτα για το ποια δεν είναι κριτήρια ποιότητας, προσπαθώντας να διαλύσουμε κάποιους μύθους γύρω από αυτό το θέμα.
Ο καθένας κρίνει εντελώς υποκειμενικά την τέχνη και έτσι πρέπει να γίνεται αφού οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους και έχουν άλλα γούστα.
Υπάρχει όμως η τάση αυτό που μας αρέσει, να το θεωρούμε καλύτερο -όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά αντικειμενικά καλύτερο- από αυτό που αρέσει σε κάποιον άλλον.
Στα πλαίσια αυτής της νοοτροπίας κάποιοι επικαλούνται, ή πιο σωστά υπονοούν κριτήρια που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Δηλαδή:
Το ότι κάποια μουσική αρέσει σε ανθρώπους με αναγνώριση στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης ή της πολιτικής αμέσως αναβαθμίζει αυτή την μουσική σε ποιοτική, πράγμα όμως που είναι παντελώς άσχετο αφού ποτέ και πουθενά -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- η ελίτ των κοινωνιών δεν είχε το αισθητήριο να οσμίζεται την ποιότητα στην τέχνη. Κατά κανόνα μάλιστα επειδή αυτές οι ελίτ ήταν και είναι, λόγω της θέσης τους, συντηρητικές, πάντα αντιμετώπιζαν με καχυποψία, στην καλύτερη περίπτωση, τις νέες τάσεις.
Τρανό παράδειγμα το ρεμπέτικο τραγούδι και το μπουζούκι που διωκόντουσαν για πολλά χρόνια με την ανοχή και συνενοχή όλης της τότε υφιστάμενης διανόησης.
Άλλος μύθος για την ποιότητα της τέχνης είναι η κουλτούρα και η καλλιέργεια των δημιουργών της. Δηλαδή αν ένας συνθέτης ή στιχουργός ή τραγουδιστής έχει μόρφωση και καλλιέργεια αυτό αμέσως αναβαθμίζει την μουσική σαν πιο ψαγμένη και πιο ποιοτική πράγμα που πάλι είναι παντελώς άσχετο γιατί αν ήταν έτσι τα πράγματα, σχεδόν όλη η μουσική μας παράδοση (δημοτικό-ρεμπέτικο-λαϊκό) θα ήταν για πέταμα.
Μια άλλη παράμετρος που έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο για τις εντυπώσεις μας για την τέχνη και τους καλλιτέχνες είναι η σχέση τους με τα κοινωνικά κινήματα και τα πολιτικά κόμματα. Το ότι κάποια καλλιτεχνικά έργα και κάποιοι καλλιτέχνες εξέφραζαν όχι μόνο με την τέχνη τους αλλά και στην ζωή τους την ιδεολογική τους τοποθέτηση -στην Ελλάδα μιλάμε κυρίως για την αριστερή ιδεολογία- τους κατέτασσε αυτόματα στο χώρο της ποιοτικής τέχνης.
Έμοιαζε σαν ο σκοπός να αγιάζει τα μέσα, δηλαδή αφού ο σκοπός του τραγουδιού ήταν να μεταδώσει κάποιες ιδέες που είναι καλές, τότε και το τραγούδι ήταν καλό, πράγμα βέβαια που είναι τεράστιο λάθος.
Το λάθος βρίσκεται στο ότι η μουσική δεν είναι απλώς και μόνο το χαλί για έναν στίχο που συμφωνούμε με αυτά που λέει, αλλά έχει την δική της εσωτερική λογική, τον δικό της συμβολισμό και την δικιά της αλήθεια. Όταν αυτή την αλήθεια την κουτσουρεύουμε, την συμπιέζουμε και τις βάζουμε επικεφαλίδα, για να υπηρετήσει κάποιο σωστό ή λάθος (δεν έχει σημασία) σκοπό, τότε υποβαθμίζουμε την τέχνη σε προπαγάνδα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα έργα που αγάπησε πιο πολύ ο κόσμος από αυτούς τους συνθέτες, ήταν αυτά που έβλεπαν με μισό μάτι οι ηγεσίες των αριστερών κομμάτων, επειδή απομακρυνόντουσαν από τη γραμμή του κόμματος. Ούτε πάλι είναι τυχαίο ότι οι ίδιες ηγεσίες είχαν καταδικάσει το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, ενώ παράλληλα περηφανευόντουσαν ότι αφουγκράζονταν τον λαό. Φαίνεται ότι η ακοή τους ή δεν ήταν καλή ή ήταν πολύ επιλεκτική.
Δεν ισχυρίζομαι ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να έχουν ιδεολογία αλλά ότι η τέχνη δεν έχει.
Η τέχνη δεν είναι πνευματικό δημιούργημα, με τη στενή έννοια του όρου, αλλά δημιούργημα πιο σύνθετων διεργασιών που υπερβαίνουν τη συνείδηση και την σκέψη και προσπαθώντας να την εντάξουμε σε οποιαδήποτε σκοπιμότητα -ακόμα και στην πιο ευγενική- την υποβαθμίζουμε, της στερούμε την ψυχή.
Στην εποχή μας τώρα, μια μερίδα καλλιτεχνών εκφράζουν μέσα από την τέχνη τους όχι τόσο πια ιδεολογικές αναζητήσεις, αλλά υπαρξιακά προβλήματα και αδιέξοδα, πνευματικές ανησυχίες και προσωπικές αγωνίες, που εμπνέονται και απευθύνονται στο κομμάτι της κοινωνίας που βιώνει με αυτό τον τρόπο τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής. Είναι αυτή η μερίδα καλλιτεχνών που συνηθίζουμε να λέμε ποιοτικούς (με εισαγωγικά ή χωρίς), ή ειρωνικά κουλτουριάρηδες.
Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι καλλιτέχνες που ασχολούνται πιο πολύ με το διασκεδαστικό μέρος της τέχνης, το πιο διονυσιακό, τα τραγούδια τους έχουν κατά κανόνα θέμα τον έρωτα, βασίζονται σε απλές μελωδίες και στίχο και οι ρυθμοί τους είναι χορευτικοί. Αυτό είναι το είδος που συνηθίζεται να λέγεται ελαφρολαϊκό και ειρωνικά αποκαλείται σκυλάδικο.
Βέβαια το ποιους ο καθένας κατατάσσει στην μία ή στη άλλη κατηγορία και ποια είναι τα όρια, μπορεί να αποτελέσει θέμα άκαρπης συζήτησης για πολλές ώρες, αφού θα ακουστούν τόσες γνώμες όσοι και οι συζητητές.
Θέλω να διευκρινίσω πρώτον, ότι μιλάμε για την μουσική παραγωγή των τελευταίων χρόνων και όχι για τα τραγούδια που γράφτηκαν παλιότερα και ακούγονται σήμερα και δεύτερο ότι δεν υιοθετώ την άποψη γι’ αυτόν τον διαχωρισμό ούτε τα κριτήρια που έβαλα, απλώς αυτή είναι η εντύπωση που έχω, για το πως περίπου αντιλαμβάνεται τα πράγματα σήμερα μια μεγάλη μερίδα κόσμου.
Έχουν γίνει πολλοί καβγάδες μεταξύ των δύο στρατοπέδων, έχουν ακουστεί πολλά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές και έχουν επιτευχθεί και κάποιοι «ιστορικοί συμβιβασμοί» δηλαδή συνεργασίες, μεταξύ καλλιτεχνών διαφορετικού στιλ, που προκάλεσαν ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις. Η άποψή μου, γι’ αυτά τα είδη είναι ότι, επειδή η κοινωνία είναι ένα μωσαϊκό ανθρώπων με διαφορές ως προς το οικονομικό επίπεδο, την μόρφωση, την εργασία, τον τόπο διαμονής και καταγωγής κ.λπ. δεν θα μπορούσαμε όλοι να ακούμε την ίδια μουσική και ούτε θα έπρεπε.
Η αντίθετη άποψη μας οδηγεί σε φασιστικές νοοτροπίες.
Ακόμα και ο ίδιος άνθρωπος κάποιες φορές ή κάποιες φάσεις της ζωής του θέλει να ακούει κάποιο είδος, ενώ σε άλλες στιγμές κάποιο άλλο.
Για να θέσει λοιπόν κανένας το θέμα της ποιότητας της τέχνης πρέπει να αποδεχτεί πρώτα την ποικιλία και τον σεβασμό προς όλα τα είδη της.
Δεν μπορεί για παράδειγμα να υποχρεώσει κάποιος τους τσιγγάνους να ακούνε Σαββόπουλο, ούτε και τους πανεπιστημιακούς στις συνεστιάσεις τους να ακούνε Ρίτα Σακελλαρίου (αν και το δεύτερο μου φαίνεται πιο εύκολο).
Επειδή συχνά ακούγεται η άποψη ότι το ένα ή το άλλο είδος μουσικής υποβαθμίζει την ποιότητα και υπονοείται ότι το να μην υπήρχε καθόλου αυτό το είδος θα ήταν καλύτερα τα πράγματα στον πολιτισμό μας, θέλω να πω ότι αυτό -κατά την γνώμη μου- είναι τεράστιο λάθος. Σίγουρα η τέχνη κακοποιείται, βρωμίζεται, εκπορνεύεται και γίνεται χυδαία αλλά αντανακλά την κοινωνία, είναι ένας καθρέφτης. Το να αποφασίσουμε να εξωραΐσουμε ή να σκεπάσουμε τον καθρέφτη, είναι εκτός από αντιδημοκρατικό και βαθιά υποκριτικό.
Κανένα είδος μουσικής δεν μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό φορέα της ποιότητας και της πολιτιστικής αναβάθμισης. Δεν μπορούμε να θεωρούμε κάποιο τραγούδι ποιοτικό, μόνο και μόνο επειδή τον καλλιτέχνη που το έγραψε ή το τραγουδάει τον έχουμε κατατάξει σ’ αυτήν την κατηγορία, ή διατυπώνοντάς το διαφορετικά, αν είναι μπαλάντα είναι καλό ενώ αν είναι τσιφτετέλι όχι. Υπάρχουν υπέροχες μπαλάντες και υπέροχα τσιφτετέλια, όπως και το αντίθετο.
Ο ναρκισσισμός κάποιων καλλιτεχνών που τους κάνει να νομίζουν ότι εκπροσωπούν την ποιότητα -εν είδει κληρονομικού χαρίσματος- είναι από την μια μεριά γραφικός, αλλά από την άλλη δικαιολογημένος αφού σύσσωμο το κατεστημένο (πολιτικό, οικονομικό και media) έχει την ίδια άποψη με αυτούς και το δείχνει έμπρακτα.
Τα εύσημα της ποιότητας δεν επιβάλλονται από τα πάνω, αλλά κερδίζονται από τον κόσμο που εισπράττει την τέχνη του καθενός και από τον χρόνο που ξεκαθαρίζει την σκαρταδούρα.
Αυτά για πολλούς φαίνονται αυτονόητα, αλλά δυστυχώς νομίζω ότι ζούμε στην εποχή που πρέπει να αποκαταστήσουμε τα αυτονόητα.
Το θέμα της ποιότητας λοιπόν δεν είναι θέμα είδους μουσικής.
Μια κατηγορία ανθρώπων -συνήθως μεταξύ αυτών και εμείς οι μουσικοί- κρίνουμε ένα κομμάτι από την ποιότητα των μουσικών που παίζουν σε αυτό, από το πώς τραγουδήθηκε, από την ενορχήστρωση, την επιλογή των οργάνων κ.λπ.
Ένα κακό τραγούδι σίγουρα θα φανεί λιγότερο κακό με καλή ενορχήστρωση, καλούς μουσικούς και καλή φωνή, αλλά καλό δεν θα γίνει ποτέ. Όπως έχω ακούσει από παλιότερους μουσικούς, και συμφωνώ απόλυτα, ένα τραγούδι για να είναι καλό πρέπει να μπορεί να είναι καλό και όταν παίζεται μόνο με μια κιθάρα.
Η γνώμη μου λοιπόν, όπως έγραψα και σε μια συζήτηση στο forum, είναι ότι η ποιότητα των συντελεστών είναι αναγκαία συνθήκη αλλά όχι ικανή για την ποιότητα της τέχνης.
Παρενθετικά να πω ότι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα από μόνο του, και θα είχε ενδιαφέρον κάποια στιγμή να συζητηθεί. Για παράδειγμα πόσο κέρδισαν τα έργα του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι από τη συμμετοχή καλλιτεχνών του αναστήματος του Μπιθικώτση, Καζαντζίδη, Ζαμπέτα και Χιώτη;
Ας εξετάσουμε μια άλλη άποψη τώρα που λέει ότι η ποιότητα του στίχου είναι αυτή που καθορίζει και την ποιότητα ενός τραγουδιού.
Το θέμα όμως είναι να διευκρινίσουμε τι εννοούμε ποιότητα του στίχου.
Συνήθως μιλάμε για την λογοτεχνική αξία των στίχων. Υπάρχουν ποιήματα με μεγάλη λογοτεχνική αξία που όμως δεν μπορούν να επενδυθούν με μουσική, ή και να μπορούν δεν βγαίνει καλό αποτέλεσμα, όπως υπάρχουν και στίχοι που αν διαβαστούν από μόνοι τους δεν φαίνονται κάτι ιδιαίτερο, όταν όμως μελοποιηθούν γίνονται αριστουργήματα.
Οι λέξεις πέρα από την μεταφορά νοημάτων περικλείουν κάποια μουσική, δηλαδή έναν τρόπο που θα ειπωθούν. Ας σκεφτούμε με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορεί να πει κάποιος μια λέξη.
Για παράδειγμα την λέξη μαμά, την έχουμε πει όλοι με άπειρους τρόπους, με τρυφερότητα, με θυμό, με παρακλητικό ύφος κ.λπ. Όταν είναι γραμμένη η λέξη, αυτό δεν φαίνεται, όταν όμως την ακούσουμε, ανάλογα με τον τόνο της φωνής καταλαβαίνουμε με ποιον τρόπο λέγεται.
Στην ουσία ακούμε την μουσική της λέξης περισσότερο και από την ίδια την λέξη.
Αυτό που έχει σημασία στον στίχο ενός τραγουδιού είναι αυτή η μουσική των λέξεων και όχι το ακριβές νόημά τους. Άσχετα αν το καταλαβαίνει αυτό ο συνθέτης ή όχι, ο ακροατής ενός τραγουδιού ακούει κάποιες λέξεις ή προτάσεις από τον στίχο, σπάνια θυμάται όλους τους στίχους ακόμα και σε τραγούδια που του αρέσουν. Ανάλογα με την μουσική που είναι ντυμένες αυτές οι λέξεις δημιουργεί μέσα του συναισθηματικούς συνειρμούς και τους ακολουθεί σε όλο το υπόλοιπο τραγούδι. Σαν να βρίσκει την τονικότητα του στίχου, την κεντρική εικόνα που του δημιουργεί και από κει και πέρα τα συναισθήματά του αυτονομούνται από τον στίχο και ακολουθούν την εξέλιξη της μουσικής.
Για παράδειγμα όταν ακούει κάποιος το «χάραμα», η κεντρική εικόνα είναι το «πριν το χάραμα μονάχος». Από κει και πέρα ο κάθε ακροατής βιώνει με τον δικό του τρόπο την εικόνα και τα συναισθήματα της στιγμής αυτής, ακολουθώντας κυρίως την εξέλιξη της μελωδίας και όχι το ακριβές νόημα των επόμενων στίχων του τραγουδιού.
Εκεί κατά την γνώμη μου έγκειται και μια μεγάλη διαφορά της ποίησης από την στιχουργική.
Η ποίηση για να είναι συνεπής στον εαυτό της πρέπει οι λέξεις να υπηρετούν τις φράσεις που αποδίδουν τα νοήματά της, ενώ η στιχουργική πρέπει να είναι συνεπής στην μουσική αυτών των λέξεων και στα συναισθήματα που δημιουργούν αυτές σαν αυτόνομες οντότητες.
Σίγουρα αυτή η άποψη θα έχει πολλούς διαφωνούντες αλλά ας σκεφτεί κανένας πόσες λέξεις επαναλαμβάνονται στους στίχους των τραγουδιών επειδή έχει διαπιστωθεί ότι λειτουργούν στον ακροατή. Για παράδειγμα οι λέξεις: αετός, φεγγάρι, μαχαίρι, Κυριακή, βροχή, σύννεφα, πουκάμισο, γράμμα, χάρος, παράθυρο,.... κ.λπ. Οπότε σημασία έχει η μουσική πλευρά του στίχου και όχι η λογοτεχνική.
Τώρα το θέμα της μορφολογίας της μουσικής ενός τραγουδιού.
Δεν υπάρχει κανένα απολύτως κριτήριο που να έχει σχέση με την μορφολογία, για το τι κάνει την μουσική καλή ή όχι.
Δηλαδή εννοώ την μελωδική γραμμή, την εξέλιξη των συγχορδιών, τις αντιστίξεις, την ανάπτυξη των μοτίβων κ.λπ. Όλα αυτά βοηθούν στο να είναι σωστά φτιαγμένη η μουσική αλλά σε καμία περίπτωση δεν εγγυώνται ότι θα είναι και καλή. Αν συνέβαινε αυτό τότε τα λυμένα θέματα της αρμονίας θα γινόντουσαν μουσική για σουξέ.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ σε αυτό γιατί νομίζω ότι οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν.
Τέλος το επιχείρημα που ακούγεται συχνά και μοιάζει και το πιο σοβαρό και δημοκρατικό, λέει ότι καλό είναι αυτό που αρέσει στον κόσμο.
Το άφησα επίτηδες για το τέλος, γιατί η απάντηση σε αυτήν την άποψη, μας οδηγεί στην ουσία του θέματος της ποιότητας της τέχνης, που είναι και το θέμα του άρθρου.
Ας ξεκινήσουμε από το τι εννοούμε, αρέσει στον κόσμο.
Μια ινδιάνικη κατάρα λέει: σου εύχομαι να αποκτήσεις αυτό που θέλεις.
Την ίδια φράση εμείς, την χρησιμοποιούμε πολύ συχνά για ευχή.
Η λογική των Ινδιάνων ήταν ότι ο άνθρωπος όταν αφεθεί στα πάθη του δεν θα βρει ποτέ τον δρόμο του και θα είναι δυστυχής. Γιατί άλλο αυτό που νομίζουμε ότι θέλουμε και άλλο αυτό που χρειαζόμαστε πραγματικά.
Αν παρατηρήσουμε η λέξη θέλω, έχει κάποιες φορές και την έννοια του χρειάζομαι. Για παράδειγμα: θέλεις κούρεμα, θέλεις παπούτσια κ.λπ.
Η διαδικασία του να ανακαλύψει κανένας αυτό που χρειάζεται για να νιώθει καλά στην ζωή του είναι ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα της ανθρώπινης ζωής.
Η τέχνη όλων των λαών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχει σαν κεντρικό θέμα τα πάθη του ανθρώπου, τα παθήματα εξαιτίας των παθών του και την γνώση που πήρε από αυτά ώστε να γίνει πιο σοφός. Ολόκληρη η Οδύσσεια του Ομήρου είναι μια αλληγορική αναφορά σε αυτόν τον εσωτερικό αγώνα του ανθρώπου.
Η τέχνη και κυρίως η μουσική μπορεί να κάνει τον ακροατή να βιώσει συναισθηματικές καταστάσεις τόσο έντονα σαν να πρόκειται για την δική του ζωή. Συναισθήματα όπως, ζήλια, πόθο, απογοήτευση, χαρά, ερωτισμό κ.λπ. και παράλληλα του προσφέρει την γνώση των αδυναμιών και των λαθών του, του μαθαίνει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να διορθώνει τα λάθη του, να καταλαβαίνει τους γύρω του, να βρίσκει ισορροπίες και όλα όσα μόνο η εμπειρία μπορεί να διδάξει και όχι η ακαδημαϊκή γνώση. Στην ουσία δηλαδή βοηθάει στην διαμόρφωση του ψυχισμού και του χαρακτήρα των ανθρώπων. Σίγουρα ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, ακόμα και από μικρή ηλικία, έχει άλλα πάθη και άλλες εμμονές που τον βασανίζουν, όμως αυτό που τελικά είναι το πρόβλημα σε όλους τους ανθρώπους είναι η διόγκωση κάποιων πλευρών του θυμικού τους, εις βάρος κάποιων άλλων πλευρών που μένουν υποτονικές. Αυτή η εσωτερική ανισορροπία είναι η πηγή των συγκρούσεων του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Η φύση και η ζωή έχουν τους δικούς τους κανόνες που τους μαθαίνουμε μέσα από μια πορεία συγκρούσεων και ανατροπών ώσπου η ψυχή μας να μάθει τον κόσμο, να πάρει το σχήμα του. Η πνευματικότητα και η τέχνη προσπαθούν να βοηθήσουν σε αυτήν την πορεία, η μεν πρώτη κάνοντας τον άνθρωπο πιο σοφό, ενώ η δεύτερη κάνοντας τον πιο ισορροπημένο ψυχικά.
Για να έχει αξία και ποιότητα η μουσική πρέπει να προσφέρει αξία και ποιότητα στην ζωή.
Θα μου πείτε τώρα ότι όπως τα λέω φαίνεται σαν η μουσική να είναι σεμινάριο επιμόρφωσης. Στην ουσία είναι, αλλά σεμινάριο χωρίς λόγια που δεν χρειάζεσαι σπουδές να το παρακολουθήσεις.
Όσο πιο σημαντικά μηνύματα μεταφέρει μέσα της η μουσική, τόσο πιο ποιοτική είναι, δηλαδή τόσο μεγαλύτερη αξία έχει για την ζωή των ανθρώπων.
Γι’ αυτό τα καλά τραγούδια είναι διαχρονικά, γιατί το μήνυμά τους είναι σημαντικό, γιατί σηκώνουν τον άνθρωπο λίγο ψηλότερα, γιατί δημιουργούν καλύτερους ανθρώπους.
Η κρίση ποιότητας που υπάρχει στην τέχνη τα τελευταία χρόνια αντανακλά την κρίση ποιότητας της κοινωνίας μας. Σίγουρα έχουμε την τέχνη που μας αξίζει, που είναι τόσο δήθεν ή τόσο λαμέ όσο είμαστε και εμείς. Που μας κολακεύει όπως θα θέλαμε, που αποκρύπτει την μικρότητα και την αλαζονεία μας που ονομάζει την έπαρση και τον ηδονισμό ελευθερία.
Σίγουρα όλα αυτά τα θέλει ο κόσμος αλλά άλλο τόσο σίγουρα ότι δεν είναι αυτά που χρειάζεται.
Η τέχνη των τελευταίων χρόνων δεν δημιούργησε καλύτερους ανθρώπους, δεν διαμόρφωσε καλύτερους χαρακτήρες, δεν απάντησε στις αγωνίες τα αδιέξοδα της ζωής μας, δεν έκανε καμία επανάσταση μέσα μας, αντίθετα μας τραγούδησε σε όλους τους τόνους το δικαίωμά μας στην παρακμή, στον ατομικισμό, στην συναισθηματική φτώχεια και στον φτηνό διονυσιασμό.
Μια τέχνη όμως που δεν στοχεύει στο καλύτερο παρακμάζει και η ίδια. Χάνει προοδευτικά την δύναμή της. Αυτό συμβαίνει κατά την γνώμη μου αυτή την περίοδο.
Τα χαρακτηριστικά της σημερινής πολιτισμικής κρίσης και το πώς εκφράζονται στην μουσική, είναι ένα μεγάλο θέμα που δεν εξαντλείται σε μερικές γραμμές.
Σε αυτό το άρθρο προσπάθησα μόνο να θέσω το θέμα, να αναζητήσω την σωστή -πάντα κατά την γνώμη μου - κατεύθυνση, όχι να το διερευνήσω.
Δεν ξέρω αν έχω τα κότσια και τον χρόνο να ασχοληθώ με αυτό, αλλά υπάρχουν αρκετές σκέψεις που θα ήθελα να κάποια στιγμή να μοιραστώ μαζί σας.
Ευχαριστώ
Γεώργιος Κραβαριώτης
Ετικέτες;
81 μέλη
25 μέλη
20 μέλη
Δημιουργήθηκε από τον/την amilla 6 Ιουλ 2010 at 0:27. Τελευταία ενημέρωση: Λάμπρος Νοέ 9, 2010.
Δημιουργήθηκε από τον/την Λάμπρος 23 Δεκ 2010 at 11:51. Τελευταία ενημέρωση: Λάμπρος Δεκ 23, 2010.
Δημιουργήθηκε από τον/την Λάμπρος 18 Ιουν 2010 at 17:03. Τελευταία ενημέρωση: Λάμπρος Νοέ 9, 2010.
© 2012 Created by amilla.