Δεμένες ενοχές μες τα κατάρτια
υγρά ταξίδια που δεν ξέφυγαν απ' το χάρτη
θαμπές εικόνες έμειναν στο νου
να σου θυμίζουν κάτι , ξένο .
Λιμάνια απάνεμα , βουβά , να σε προσμένουν
τέρμινα ολάκερα και μόνα .
Ολόγυρα μες στη σκιά τους
παραπατούνε άγρυπνοι αχθοφόροι
που προσδοκούν να κουβαλήσουν τη σωρό σου .
Κι εσύ δεν κίναγες ποτέ , όχι γιατί φοβόσουν ,
μα δεν δεν περίσσευε μαντήλι να σ' αποχαιρετήσει .
Κι ίσως για δεν απόμεινε φωνή , γεμάτη "καλως ήρθες" ,
κάπου στον ερχομό σου .
Λιμάνια απάνεμα , ορφανά , δίχως τα κύματά σου .
Πραματευτάδες κι έμποροι τριγύρω , να διαλαλούν ,
για να πουλήσουν μια πληγή σου .
Βαρκούλες χάρτινες σφιγμένες απ' τους κάβους ,
από όνειρα και χέρια , παιδικά φτιαγμένες
να τρέμουνε την πρώτη καταιγίδα .
Σεργιάνι πόρνες άπληστες να βγαίνουν
που 'χουν φυλάξει στον πικρό τους κόρφο
τα εφηβικά τους κίτρινα φεγγάρια .
Κι εσύ δεν έφτανες ποτέ , όχι γιατί θυμόσουν ,
μα ήταν πολύς ο κόσμος σου για να τον παρατήσεις .
Κι ίσως γιατί οιωνός δε φάνηκε , μυριάδες χρόνια τώρα ,
κάπου στον ουρανό σου .
Λιμάνια απάνεμα , πιστά στις θυμησές σου .
Ηλιοκαμμένοι , ισόβιοι , ναυτικοί
με πέλαγος χορταίνουν τη ματιά τους
και έχουν χαράξει τατουάζ ,
το πιο στερνό τους μπάρκο , που δεν ήρθε .
Σα ξημερώνει κατεβαίνουν οι ψαράδες
δίχτυα φθαρμένα , ατέλειωτα απλώνουν ,
το βλέμμα σου που πνίγηκε να σύρουν ,
στο γυάλινο βυθό σου .
Και μια γοργόνα σ' ένα βράχο παραπέρα
με χρώματα απ' τις μνήμες σου στο στόμα
όλο ρωτά τους γλάρους που περνούν ,
αν ζει η φλόγα της φυγής σου .
Κι εσύ δεν έφευγες ποτέ , όχι γιατί λυπόσουν ,
μα ήσυχος ήταν ο ύπνος σου για να ξυπνήσεις πάλι .
Κι ίσως γιατί κάθε νυχτιά , αγκίστρωνες μονάχος σου ,
τη μοίρα σου απ' τη στέγη .
Λιμάνια απάνεμα κι εσύ μίλια και μίλια ξένος .
Μόνο που εκείνες οι ενοχές δεμένες στα κατάρτια
ακόμα επιπλέουν στη θάλασσα σιμά
κι όλο θυμίζουν ίχνη
από παλιό ναυάγιο .